ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… … Dictionary of Greek
отъмѣтаниѥ — ОТЪМѢТАНИ|Ѥ (16), ˫А с. 1.Отказ от чего л.; отрицание чего л.: о ѡтъмѣтании епискѹпъ вьсѧкого дароприимани˫а. (περὶ τοῦ ἀπέχεσϑαι) КЕ XII, 72а; внегда же помощию б҃иѥю. первымь си началомь врага побѣдиши не поверзи самъ себе ˫ако нѣкыи бещестенъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
βακούφι — (τουρκ. βακφ, αραβ. ουάκφ, που σημαίνει αφιέρωμα). Β. ονόμαζαν οι μουσουλμάνοι κυρίως τα ακίνητα (συνήθως κτήματα), που αφιερώνονται για την εξυπηρέτηση φιλανθρωπικών σκοπών, π.χ. για τη συντήρηση σχολείων, τζαμιών, νοσοκομείων, ορφανοτροφείων… … Dictionary of Greek
παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… … Dictionary of Greek
αιράριο — (aerarium). Τo θησαυροφυλάκιο του ρωμαϊκού κράτους. Βρισκόταν στον ναό του Κρόνου που είχε οικοδομηθεί στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και για να διακρίνεται από τα άλλα θησαυροφυλάκια ονομαζόταν α. του Κρόνου ή του ρωμαϊκού λαού ή δημόσιο. Εκεί… … Dictionary of Greek
Ιουστινιανός — Όνομα δύο αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. I. A’ (483 – 565). Βυζαντινός αυτοκράτορας (527 565). Ήταν ανιψιός και διάδοχος του αυτοκράτορα Ιουστίνου, ο οποίος φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Ιουστίνος έδωσε στον Ι. το ανώτατο αξίωμα του υπάτου και… … Dictionary of Greek
Τριάκοντα Τύραννοι — Ονομάστηκαν έτσι τα μέλη της κυβέρνησης που επέβαλε ο Λύσανδρος στην Αθήνα το 403 π.Χ., μετά την παράδοσή της στους Σπαρτιάτες, έπειτα από την ήττα στους Αιγός Ποταμούς, που σημείωσε το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Η κυβέρνηση των Τριάκοντα … Dictionary of Greek